- πρωτογεύστης
- ὁ, Α1. αυτός που πρώτος γεύεται κάτι2. (στις Ινδίες) ονομασία ζώου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + γεύστης (< γεύομαι), πρβλ. οινο-γεύστης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτογεύστῃ — πρωτογεύστης first taster masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek